dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θωριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θωριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Farbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
θωριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesichtsfarbe
Ⓦ
Ⓖ
…