dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φαίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θωριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δείχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
όψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξωτερική εμφάνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μοιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μορφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φαντάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)