dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf den Arm nehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktionieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dienen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehorchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bearbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)