dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τρέξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τρεχάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κινούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λειτουργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ορμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περπατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δουλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ισχύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)