dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
διαιτητεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαιτητεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermitteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαιτητεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
als Schiedsrichter fungieren
Ⓦ
Ⓖ
…