dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εξομαλύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαιτητεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διακανονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διευθετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlichten
Ⓦ
Ⓖ
…