dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γκαράζ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Garage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γκαράζ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Autowerkstatt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)