dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Gewalt
Ⓦ
Ⓖ
…
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vergewaltigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Notzucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heftig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbeherrscht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)