dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vergewaltigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κακοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vergewaltigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)