dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unendlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fläche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Grenzenlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Umfang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Weite
Ⓦ
Ⓖ
…