dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επέκταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απεραντοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άπλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαστολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έκταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προέκταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…