dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
uneben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unregelmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abweichend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anormal
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungleichmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
holprig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wellig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnorm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnormal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungleichartig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανώμαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irregulär
Ⓦ
Ⓖ
…