dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Update
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Aufsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Upgrade
Ⓦ
Ⓖ
…