dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διόρθωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βελτίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)