dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανάμειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mischung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάμειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einmischung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάμειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…