dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einmischung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανάμειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einmischung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einmischung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)