dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αμφιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αμφιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bezweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αμφιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αμφιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedenken
Ⓦ
Ⓖ
…