dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αμφιβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμφισβητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαμφισβητώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anzweifeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)