dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κόβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κόψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ψαλιδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τέμνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψαλίδισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)