dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κόψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dünnpfiff
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κόψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κόψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauchgrimmen
Ⓦ
Ⓖ
…