dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναχαιτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σταματώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εμποδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κωλυσιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κωλύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανακόπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)