dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterdrücken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hemmen
Ⓦ
Ⓖ
…