dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δόσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geben
Ⓦ
Ⓖ
…
υπάρχει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μοίρασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μοιράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)