dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
στραγγαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erdrosseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
στραγγαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erdrosseln
Ⓦ
Ⓖ
…