dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
στραγγαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erdrosseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στραγγαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erwürgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στραγγαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strangulation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στραγγαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterdrückung
Ⓦ
Ⓖ
…