dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποδοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
αποδοχές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εύσημο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέρδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απολαβή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
σώρευση εισοδημάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Doppelverdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μέσος μισθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Durchschnittsverdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παρεπόμενο εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nebenverdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισόδημα από δευτερεύουσα απασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nebenverdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohne Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…