dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ernte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ertrag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εισόδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verdienst
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)