dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
διακοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterlass
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
παραλείπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νομ. πολιτ.
απέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unterlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterlassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterlassung
Ⓦ
Ⓖ
…
έγκλημα παράλειψης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterlassungsdelikt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αγωγή για παράλειψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterlassungsklage
Ⓦ
Ⓖ
…