dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παραμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vernachlässigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παραμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwahrlosen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
versäumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παραμελώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)