dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verzicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthaltsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abstinenz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterlassung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wahlenthaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)