dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βλάπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
κάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ζημιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πληγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
τραύμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πειράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αβαρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)