dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ζημιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschädigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Defizit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Panne
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verlust
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ζημία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)