dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schaden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Panne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verletzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschädigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βλάβη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Defekt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)