dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προοπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπτική γωνία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προοπτική απεικόνιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
επαγγελματικές προοπτικές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berufsperspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αναπτυξιακή προοπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entwicklungsperspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προοπτική από χαμηλά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Froschperspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άποψη από πάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vogelperspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μελλοντική προοπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zukunftsperspektive
Ⓦ
Ⓖ
…