dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προοπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perspektive
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προοπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aussicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)