dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χτυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κτυπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κτύπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χτύπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)