dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πάλλομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pochen
Ⓦ
Ⓖ
…