dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άμυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ισχύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ρώμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αλκή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κόλλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σθεναρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σφοδρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πάχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σθένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)