dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άμυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άμυλο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Speisestärke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)