dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Macht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stärke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Truppe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vermögen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δύναμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Potenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)