dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απορροφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αιχμαλωτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
δεσμά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δεσμεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθηλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πεδικλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κρεβατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
an das Bett fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κρεβατώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ans Bett fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesselnd
Ⓦ
Ⓖ
…