dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
binden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zubinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anknüpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschnallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Knoten machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
knoten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verknoten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dick werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schnüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)