dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergreifend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
faszinierend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitreißend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
packend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwältigend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fesselnd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spannend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναρπαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufregend
Ⓦ
Ⓖ
…