dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ντύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσελκύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσέλκυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απορροφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ελκύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσφίγγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύσφιξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραβώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτσάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έλκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ελκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anziehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γραβατώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Krawatte anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλλιεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
παίρνω υπόψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heranziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ντύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βρακώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρίχνω τα ρούχα μου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σουλουπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich etwas Gutes anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στολίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich fein anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…