dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
προσέλκυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προσέλκυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προσέλκυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Akquisition
Ⓦ
Ⓖ
…