dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ankleiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bekleidung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gewand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kleidung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kleidungsstil
Ⓦ
Ⓖ
…