dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
πρόσβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zugriff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
απομακρυσμένη πρόσβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fernzugriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια πρόσβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zugriffsberechtigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα πρόσβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zugriffsrecht
Ⓦ
Ⓖ
…