dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
δικαίωμα πρόσβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zugriffsrecht
Ⓦ
Ⓖ
…