dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διόρθωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναβάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
βελτίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
βελτίωση του εδάφους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bodenverbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
βελτίωση της παραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Produktionsverbesserung
Ⓦ
Ⓖ
…
γεωργική χωροταξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verbesserung der Flächenstruktur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βελτίωση φυτών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verbesserung der Pflanzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βελτίωση της κατοικίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verbesserung des Wohnmilieus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πρόταση βελτίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verbesserungsvorschlag
Ⓦ
Ⓖ
…