dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Putsch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κίνημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Putsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
στρατιωτικό πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Militärputsch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πραξικοπηματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Putsch-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω πραξικόπημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
putschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κινηματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Putschist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πραξικοπηματίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Putschist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόπειρα πραξικοπήματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Putschversuch
Ⓦ
Ⓖ
…